Ξενοδοχείο που χρησιμοποιεί την πλατφόρμα της εταιρείας Booking.com μπορεί, κατ’ αρχήν, να την εναγάγει ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ξενοδοχείο, ζητώντας να παύσει τυχόν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Αυτό αναφέρει μια εξόχως σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δημοσιεύτηκε πριν από λίγο στο Λουξεμβούργο. Το ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ, εξασφάλισε τόσο την περίληψη, όσο και ολόκληρη την απόφαση του ΔΕΕ. Η περίληψη Η περίληψη της απόφασης έχει ως εξής: “Μολονότι οι ενέργειες που καταγγέλλονται κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματοποιούνται στο πλαίσιο συμβατικής σχέσης, έχει εφαρμογή στην περίπτωσή τους ο κανόνας της ειδικής δωσιδικίας των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας τον οποίο προβλέπει ο κανονισμός Βρυξέλλες Ια. Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Βίντεο 00:00 00:10 Το 2009, η Wikingerhof GmbH & Co. KG, εταιρεία που έχει συσταθεί κατά το γερμανικό δίκαιο και εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στη Γερμανία, συνήψε σύμβαση με την Booking.com BV, εταιρεία η οποία έχει συσταθεί κατά το ολλανδικό δίκαιο, εδρεύει στις Κάτω Χώρες και εκμεταλλεύεται διαδικτυακή πλατφόρμα κράτησης καταλυμάτων. Επρόκειτο για τυποποιημένη σύμβαση της Booking.com, στην οποία προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Το ξενοδοχείο δηλώνει ότι έχει λάβει αντίγραφο της έκδοσης 0208 των γενικών όρων […] της Booking.com. Αυτοί υπάρχουν αναρτημένοι στον ιστότοπο της Booking.com […]. Το ξενοδοχείο βεβαιώνει ότι έχει διαβάσει, κατανοήσει και αποδεχθεί τους όρους. Οι όροι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης […]». Η Booking.com τροποποίησε, εν συνεχεία, κατ’ επανάληψη τους γενικούς όρους, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι στο σύστημα Extranet της εταιρείας αυτής. H Wikingerhof διαφώνησε γραπτώς με την προσθήκη στην επίμαχη σύμβαση μιας νέας έκδοσης των γενικών όρων, η οποία γνωστοποιήθηκε από την Booking.com στους αντισυμβαλλομένους της στις 25 Ιουνίου 2015. adv Η Wikingerhof υποστήριξε, λόγω της δεσπόζουσας θέσης της Booking.com στην αγορά των υπηρεσιών διαμεσολάβησης και διαδικτυακών πυλών κράτησης καταλυμάτων, δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνάψει τη σύμβαση και να υποστεί τις συνέπειες των μεταγενέστερων τροποποιήσεων των γενικών όρων της Booking.com, μολονότι ορισμένες πρακτικές της τελευταίας είναι αθέμιτες και, ως εκ τούτου, αντίθετες προς το δίκαιο του  ανταγωνισμού. Ακολούθως, η Wikingerhof άσκησε ενώπιον του Landgericht Kiel (πρωτοδικείου του Κιέλου, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να απαγορευθεί στην Booking.com (i) να προσθέτει, χωρίς τη συγκατάθεση της Wikingerhof, την ένδειξη «πιο συμφέρουσα τιμή» ή «μειωμένη τιμή» δίπλα στην τιμή η οποία αναγράφεται από το ξενοδοχείο στη διαδικτυακή πλατφόρμα κράτησης καταλυμάτων (ii) να της στερεί την πρόσβαση στα στοιχεία επικοινωνίας τα οποία παρέχουν στην πλατφόρμα οι αντισυμβαλλόμενοι της Booking.com και (iii) να εξαρτά τη σειρά εμφάνισης του ξενοδοχείου της, όταν υποβάλλονται αιτήματα αναζήτησης, από τη χορήγηση προμήθειας άνω του 15 %. Το Landgericht Kiel έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία και κατά τόπον αρμοδιότητα, κρίση η οποία επιβεβαιώθηκε κατ’ έφεση από το Oberlandesgericht Schleswig (εφετείο του Σλέσβιχ, Γερμανία). Κατά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, πέραν του ότι τα γερμανικά δικαστήρια δεν είχαν, βάσει του κανονισμού 1215/2012 1 (κανονισμός Βρυξέλλες Iα), γενική διεθνή δικαιοδοσία επειδή η Booking.com εδρεύει στις Κάτω Χώρες, δεν θεμελιωνόταν εν προκειμένω ούτε η ειδική δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής, δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1215/2012, ούτε η ειδική δωσιδικία του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος σε περιπτώσεις ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού. Κατόπιν της αναίρεσης (Revision) που άσκησε η Wikingerhof υποστηρίζοντας ότι κακώς το Oberlandesgericht Schleswig αποφάνθηκε ότι η επίμαχη αγωγή δεν εμπίπτει στη διεθνή δικαιοδοσία του επί ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αναίρεση, υπέβαλε με τη σειρά του στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Το Δικαστήριο ερωτάται, στο πλαίσιο αυτό, αν το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής που έχει ως αίτημα την παύση ορισμένων ενεργειών πραγματοποιούμενων στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης και στηρίζεται σε ισχυρισμό περί κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της εναγομένης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Σκεπτικό του Δικαστηρίου Σε απάντηση του ως άνω ερωτήματος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η δυνατότητα εφαρμογής είτε του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 είτε του άρθρου 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την εξέταση, εκ μέρους τους επιληφθέντος δικαστηρίου, των ειδικών προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών. Κατά συνέπεια, όταν ο ενάγων επικαλείται έναν από τους προαναφερθέντες κανόνες, το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν οι αξιώσεις του ενάγοντος είναι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους κατά το εθνικό δίκαιο, συμβατικής φύσεως ή, αντιθέτως, αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής φύσεως, κατά την έννοια του κανονισμού 1215/2012. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να υπαγάγει μια αγωγή η οποία ασκείται μεταξύ συμβαλλομένων μερών στην κατηγορία των «διαφορών εκ συμβάσεως» ή στην κατηγορία των «ενοχών εξ αδικοπραξίας» κατά την έννοια του κανονισμού 1215/2012, το επιληφθέν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει το είδος της ενοχής, «συμβατικής» ή «αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής», που αποτελεί τη βάση της αγωγής. Ειδικότερα, μια αγωγή εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, αν η ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ του εναγομένου και του ενάγοντος παρίσταται αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί ο θεμιτός ή, αντιθέτως, ο αθέμιτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται από τον δεύτερο στον πρώτο. Αντιθέτως, όταν ο ενάγων επικαλείται, με το δικόγραφό του, τους κανόνες περί αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής ευθύνης, δηλαδή προβάλλει παράβαση υποχρέωσης εκ του νόμου, και δεν είναι απαραίτητη η εξέταση του περιεχομένου της σύμβασης την οποία αυτός έχει συνάψει με τον εναγόμενο, προκειμένου να κριθεί ο θεμιτός ή αθέμιτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στον τελευταίο, δεδομένου ότι η εν λόγω υποχρέωση επιβάλλεται στον εναγόμενο ανεξαρτήτως της σύμβασης, τότε η αιτία της αγωγής αφορά ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012. Εν προκειμένω, η Wikingerhof προβάλλει, με το δικόγραφό της, παραβίαση του γερμανικού δικαίου του ανταγωνισμού, το οποίο προβλέπει γενική απαγόρευση κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε σύμβασης ή άλλης οικειοθελούς δέσμευσης. Συνεπώς, το ζήτημα το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της υπόθεσης της κύριας δίκης είναι αν η Booking.com προέβη σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια αυτού του δικαίου του ανταγωνισμού. Για να κριθεί, επομένως, αν οι ενέργειες που προσάπτονται στην Booking.com είναι θεμιτές ή αθέμιτες υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, δεν είναι απαραίτητη η ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι ενδεχομένως αναγκαία μόνον για να διαπιστωθεί κατά πόσον στοιχειοθετείται η ύπαρξη των πρακτικών αυτών. Το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, η αγωγή της Wikingerhof, εφόσον στηρίζεται στην εκ του νόμου υποχρέωση αποχής από κάθε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αφορά ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012. ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα. 1 Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Η απόφαση Ολόκληρη η απόφαση έχει ως εξής: ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 24ης Νοεμβρίου 2020 (*) «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 – Διεθνής δικαιοδοσία – Άρθρο 7, σημεία 1 και 2 – Ειδική δωσιδικία των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας – Αγωγή με αίτημα την παύση εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αντίθετες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού – Καταγγελία περί κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης μέσω εμπορικών πρακτικών καλυπτόμενων από συμβατικούς όρους – Διαδικτυακή πλατφόρμα κράτησης καταλυμάτων booking.com» Στην υπόθεση C‑59/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης Wikingerhof GmbH & Co. KG κατά Booking.com BV, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως), συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev και A. Prechal, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, C. Toader, M. Safjan (εισηγητή), D. Šváby, S. Rodin, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και P. G. Xuereb, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος μονάδας, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2020, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν: –        η Wikingerhof GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τους V. Soyez και C. Aufdermauer, Rechtsanwälte, –        η Booking.com BV, εκπροσωπούμενη από τους T. Winter, N. Hermann, L. Alexy και C. Bauch, Rechtsanwälte, –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από την A. Kasalická, –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Heller και τον G. Meessen, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση 1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). 2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Wikingerhof GmbH & Co. KG (στο εξής: Wikingerhof), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το γερμανικό δίκαιο και εκμεταλλεύεται ξενοδοχείο στο ομόσπονδο κράτος Σλέσβιχ-Χόλσταϊν (Γερμανία), και της Booking.com BV (στο εξής: Booking.com), εταιρίας που έχει συσταθεί κατά το ολλανδικό δίκαιο, εδρεύει στις Κάτω Χώρες και εκμεταλλεύεται πλατφόρμα κρατήσεων καταλύματος, με αντικείμενο ορισμένες πρακτικές της Booking.com οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς της Wikingerhof, στοιχειοθετούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.  Το νομικό πλαίσιο 3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 15, 16 και 34 του κανονισμού 1215/2012 έχουν ως εξής: «(15)      Οι κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας θα πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου. Η δωσιδικία αυτή θα πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των διαδίκων δικαιολογεί άλλο συνδετικό στοιχείο. Η κατοικία των νομικών προσώπων πρέπει να καθορίζεται αυτοτελώς ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις δικαιοδοσίας. (16)      Η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η ύπαρξη στενού συνδέσμου θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια δικαίου και να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ο εναγόμενος να ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους το οποίο δεν μπορούσε ευλόγως να προβλέψει. Αυτό το στοιχείο είναι σημαντικό, ιδίως σε διαφορές που αφορούν εξωσυμβατικές υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από παραβιάσεις της ιδιωτικότητας και του δικαιώματος της προσωπικότητας, περιλαμβανομένης της δυσφήμισης. […] (34)      Θα πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης [των Βρυξελλών της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1)], του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 [του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1),] και του παρόντος κανονισμού, και γι’ αυτό τον σκοπό θα πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις. Η ίδια ανάγκη συνέχειας ισχύει και όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης της σύμβασης [αυτής] και των κανονισμών που την αντικατέστησαν.» 4        Το κεφάλαιο II του κανονισμού 1215/2012, το οποίο επιγράφεται «Διεθνής δικαιοδοσία», περιέχει, μεταξύ άλλων, το τμήμα 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», και το τμήμα 2, με τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες». Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο περιλαμβάνεται στο προαναφερθέν τμήμα 1, ορίζει τα εξής: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.» 5        Το άρθρο 7 του κανονισμού 1215/2012, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού, έχει ως εξής: «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: […] 1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή· […] 2)      ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός· […]». 6        Το άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 περιλαμβάνεται στο τμήμα 7 του κεφαλαίου II του κανονισμού αυτού, το οποίο επιγράφεται «Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας», και ορίζει τα εξής: «Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. […]»  Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα 7        Τον Μάρτιο του 2009, η Wikingerhof συνήψε με την Booking.com τυποποιημένη σύμβαση που της είχε προταθεί από την τελευταία και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Γενικοί όροι Το ξενοδοχείο δηλώνει ότι έχει λάβει αντίγραφο της έκδοσης 0208 των γενικών όρων […] της Booking.com. Οι όροι αυτοί είναι αναρτημένοι στον ιστότοπο της Booking.com […]. Το ξενοδοχείο βεβαιώνει ότι έχει διαβάσει, κατανοήσει και αποδεχθεί τους όρους. Οι όροι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης […]». 8        Εν συνεχεία, η Booking.com τροποποίησε επανειλημμένως τους γενικούς όρους, που είναι διαθέσιμοι στο Extranet της εταιρίας, δηλαδή στο σύστημα μέσω του οποίου παρέχεται δυνατότητα επικαιροποίησης των πληροφοριών σχετικά με το ξενοδοχείο και πρόσβασης στα δεδομένα των κρατήσεων. 9        H Wikingerhof διαφώνησε γραπτώς με την προσθήκη στη σύμβαση που τη συνέδεε με την Booking.com μιας νέας έκδοσης των γενικών όρων, η οποία γνωστοποιήθηκε από την τελευταία στους αντισυμβαλλομένους της στις 25 Ιουνίου 2015. Η Wikingerhof υποστήριξε ότι, λόγω της θέσης ισχύος της Booking.com στην αγορά των υπηρεσιών διαμεσολάβησης και διαδικτυακών πυλών κράτησης καταλυμάτων, αναγκάστηκε να συνάψει τη σύμβαση αυτή, μολονότι ορισμένες πρακτικές της Booking.com είναι αθέμιτες και, ως εκ τούτου, αντίθετες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού. 10      H Wikingerhof άσκησε ενώπιον του Landgericht Kiel (πρωτοδικείου του Κίελου, Γερμανία) αγωγή με αίτημα να απαγορευθεί στην Booking.com να προσθέτει, χωρίς τη συγκατάθεσή της, την ένδειξη «πιο συμφέρουσα τιμή» ή «μειωμένη τιμή» στην τιμή που αναγράφει η Wikingerhof στη διαδικτυακή πλατφόρμα κράτησης καταλυμάτων, να της στερεί την πρόσβαση στα στοιχεία επικοινωνίας τα οποία παρέχουν στην πλατφόρμα οι αντισυμβαλλόμενοι της Booking.com και, τέλος, να εξαρτά τη σειρά εμφάνισης του ξενοδοχείου της, όταν υποβάλλονται αιτήματα αναζήτησης, από τη χορήγηση προμήθειας άνω του 15 %. 11      Η Booking.com προέβαλε ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητας του Landgericht Kiel (πρωτοδικείου του Κίελου), καθόσον υφίσταται, στη σύμβασή της με την Wikingerhof, ρήτρα απονομής δικαιοδοσίας, σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια του Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) είναι κατά τόπον αρμόδια να εκδικάζουν τις διαφορές που ανακύπτουν από τη σύμβαση αυτή. 12      Το Landgericht Kiel (πρωτοδικείο του Κίελου) έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί επί της αγωγής της Wikingerhof ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητας. Η κρίση αυτή επικυρώθηκε κατ’ έφεσην από το Oberlandesgericht Schleswig (εφετείο του Σλέσβιχ, Γερμανία), κατά το οποίο δεν θεμελιωνόταν εν προκειμένω ούτε η δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής, δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, ούτε η δωσιδικία του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος για τις περιπτώσεις ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού. 13      Η Wikingerhof άσκησε ενώπιον του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) αναίρεση (Revision) κατά της ως άνω αποφάσεως. 14      Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι το ζήτημα της επιρροής που ενδεχομένως έχει η ρήτρα απονομής δικαιοδοσίας, την οποία επικαλείται η Booking.com, επί της διεθνούς δικαιοδοσίας των γερμανικών δικαστηρίων ενώπιον των οποίων προσέφυγε η Wikingerhof τίθεται μόνον εφόσον η επίμαχη ρήτρα έχει συναφθεί εγκύρως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 25 του κανονισμού 1215/2012. 15      Εν προκειμένω, ως λόγος αναιρέσεως προβλήθηκε ότι ήταν εσφαλμένη η κρίση του εφετείου ότι η ειδική δωσιδικία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 για τις ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση της αγωγής της οποίας αυτό επιλήφθηκε σε δεύτερο βαθμό. 16      Κατά το αιτούν δικαστήριο, το οποίο παραπέμπει στην απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, flyLAL-Lithuanian Airlines (C‑27/17, EU:C:2018:533), μια αγωγή εμπίπτει στις διαφορές από ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, όταν το αντικείμενό της είναι να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη ή να ληφθούν μέτρα απαγόρευσης, βάσει της διαπίστωσης ότι οι καταγγελλόμενες ενέργειες συνιστούν κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Μια τέτοια κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει από το γεγονός ότι η σύναψη σύμβασης εξαρτάται από την αποδοχή αθέμιτων όρων συναλλαγών. 17      Το αιτούν δικαστήριο κλίνει προς την άποψη ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά ενοχές εξ αδικοπραξίας ή εξ οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, στον βαθμό που η Wikingerhof δέχθηκε μόνον λόγω της δεσπόζουσας θέσης της Booking.com να υπογράψει τους όρους της επίμαχης σύμβασης τους οποίους θεωρεί αθέμιτους και, ως εκ τούτου, δεν συγκατατέθηκε ελεύθερα σε αυτούς. Επομένως, η διαφορά της κύριας δίκης δεν θέτει μόνον ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης αυτής, αλλά εγείρει επίσης και το ερώτημα αν η επιβολή ορισμένων συμβατικών όρων από επιχείρηση η οποία τεκμαίρεται ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική και, κατά συνέπεια, αντίθετη προς τους κανόνες του δικαίου του ανταγωνισμού. 18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Πρέπει το άρθρο 7, σημείο 2, του [κανονισμού 1215/2012] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δωσιδικία του τόπου της αδικοπραξίας εφαρμόζεται σε αγωγή με την οποία ζητείται η παράλειψη συγκεκριμένων πρακτικών, όταν προκύπτει ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά καλύπτεται μεν από συμβατικές ρυθμίσεις, ο ενάγων ωστόσο ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν απόρροια κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης του εναγομένου;»  Επί του προδικαστικού ερωτήματος 19      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητεί να παύσουν ορισμένες ενέργειες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης της με την εναγομένη, προβάλλοντας ως βάση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. 20      Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 34 του κανονισμού 1215/2012, ο κανονισμός αυτός καταργεί και αντικαθιστά τον κανονισμό 44/2001, ο οποίος είχε αντικαταστήσει, με τη σειρά του, τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στη Σύμβαση αυτή. Συνεπώς, η ερμηνεία την οποία έχει ήδη δώσει το Δικαστήριο σχετικά με τις διατάξεις των ως άνω νομικών ρυθμίσεων ισχύει και ως προς τις διατάξεις του κανονισμού 1215/2012, εφόσον αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες». Τούτο ισχύει στην περίπτωση, αφενός, του άρθρου 5, σημείο 3, της Συμβάσεως και του κανονισμού 44/2001 και, αφετέρου, του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, Verein für Konsumenteninformation, C‑343/19, EU:C:2020:534, σκέψη 22). 21      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 καθιερώνει μεν τον γενικό κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, πλην όμως το άρθρο 7, σημείο 1, και το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού αυτού προβλέπουν ειδικές δωσιδικίες για τις διαφορές εκ συμβάσεως και για τις ενοχές εξ αδικοπραξίας και οιονεί αδικοπραξίας, επιτρέποντας στον ενάγοντα να ασκήσει την αγωγή του ενώπιον των δικαστηρίων άλλων κρατών μελών. 22      Ειδικότερα, για τις αγωγές της πρώτης κατηγορίας, το άρθρο 7, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού επιτρέπει στον ενάγοντα να προσφύγει ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής που αποτελεί τη βάση της αγωγής, ενώ για τις αγωγές της δεύτερης κατηγορίας, το άρθρο 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι αυτές μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου επήλθε ή ενδέχεται να επέλθει το ζημιογόνο γεγονός. 23      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», κατά το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, καλύπτει κάθε αγωγή με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η ευθύνη του εναγομένου και η οποία δεν αφορά «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης, 189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 18, και της 12ης Σεπτεμβρίου 2018, Löber, C‑304/17, EU:C:2018:701, σκέψη 19), ήτοι δεν στηρίζεται σε έννομη υποχρέωση την οποία έχει αναλάβει ελεύθερα ένα πρόσωπο έναντι άλλου (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler, C‑27/02, EU:C:2005:33, σκέψη 51). 24      Εν προκειμένω, η αναγνώριση στο δικαστήριο ενώπιον του οποίου άσκησε αγωγή η Wikingerhof της δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση της κύριας δίκης εξαρτάται ακριβώς από τη διάκριση μεταξύ, αφενός, των ενοχών εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, και, αφετέρου, των διαφορών εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού. Πράγματι, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι αν η αγωγή η οποία ασκήθηκε από τη Wikingerhof εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως και μπορεί, ως εκ τούτου, να ασκηθεί στον τόπο εκπλήρωσης της συμβατικής παροχής που αποτελεί τη βάση της αγωγής, τότε το επιληφθέν δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επ’ αυτής. 25      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι δύο κανόνες ειδικής δωσιδικίας οι οποίοι προβλέπονται στις προαναφερθείσες διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς, λαμβανομένων υπόψη του συστήματος και των σκοπών του κανονισμού 1215/2012, προς διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής του σε όλα τα κράτη μέλη (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης, 189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 16, της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi, C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 19, και της 18ης Ιουλίου 2013, ÖFAB, C‑147/12, EU:C:2013:490, σκέψη 27). Η ως άνω απαίτηση, η οποία ισχύει, ειδικότερα, ως προς την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής καθενός από τους δύο αυτούς κανόνες, σημαίνει ότι οι όροι «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» και «διαφορές εκ συμβάσεως» δεν πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι παραπέμπουν στον χαρακτηρισμό που το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο προσδίδει στην επίδικη έννομη σχέση (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter, C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 18). 26      Όσον αφορά, πρώτον, το σύστημα του κανονισμού 1215/2012, τούτο στηρίζεται στον γενικό κανόνα της διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, ενώ οι κανόνες ειδικής δωσιδικίας οι οποίοι προβλέπονται ιδίως στο άρθρο 7 του κανονισμού συνιστούν παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα και, ως τέτοιες, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης, 189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 19), είναι δε αλληλοαποκλειόμενοι κατά την εφαρμογή του κανονισμού αυτού. 27      Παράλληλα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 87 των προτάσεών του, το εν λόγω σύστημα χαρακτηρίζεται από την ευχέρεια που παρέχει στον ενάγοντα να επικαλεστεί ή να μην επικαλεστεί έναν από τους κανόνες ειδικής δωσιδικίας τους οποίους προβλέπει ο κανονισμός αυτός. 28      Όσον αφορά, δεύτερον, τους σκοπούς του κανονισμού 1215/2012, από την αιτιολογική του σκέψη 16 προκύπτει ότι οι κανόνες ειδικής δωσιδικίας των οποίων ο ενάγων μπορεί να κάνει χρήση δυνάμει, αφενός, του άρθρου 7, σημείο 1, και, αφετέρου, του άρθρου 7, σημείο 2, του ίδιου κανονισμού θεσπίστηκαν προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη, στους τομείς που αφορούν οι συγκεκριμένες διατάξεις, ενός ιδιαίτερα στενού συνδέσμου μεταξύ της αγωγής και του δικαστηρίου το οποίο μπορεί να κληθεί να την εκδικάσει, ή προκειμένου να διευκολυνθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (πρβλ. απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Feniks, C‑337/17, EU:C:2018:805, σκέψη 36). 29      Κρίνεται επομένως ότι η δυνατότητα εφαρμογής είτε του άρθρου 7, σημείο 1, είτε του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 εξαρτάται, αφενός, από την επιλογή του ενάγοντος να κάνει ή να μην κάνει χρήση ενός από τους κανόνες ειδικής δωσιδικίας και, αφετέρου, από την εξέταση, εκ μέρους του επιληφθέντος δικαστηρίου, των ειδικών προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών. 30      Όταν ο ενάγων επικαλείται έναν από τους ως άνω κανόνες, το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει οπωσδήποτε να ελέγξει αν οι αξιώσεις του ενάγοντος είναι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους κατά το εθνικό δίκαιο, συμβατικής φύσεως ή αν είναι, αντιθέτως, αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής φύσεως, κατά την έννοια του κανονισμού 1215/2012. 31      Ειδικότερα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών του, το επιληφθέν δικαστήριο καλείται να υπαγάγει την αγωγή που ασκείται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών είτε στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, είτε στις «ενοχές εξ αδικοπραξίας», κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού αυτού, ανάλογα με το είδος της ενοχής, εκ συμβάσεως ή εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, η οποία αποτελεί την αιτία της (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter, C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 26). 32      Συνεπώς, μια αγωγή εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012, αν η ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ του εναγομένου και του ενάγοντος παρίσταται αναγκαία προκειμένου να διαπιστωθεί ο θεμιτός ή, αντιθέτως, ο αθέμιτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται από τον δεύτερο στον πρώτο (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter, C‑548/12, EU:C:2014:148, σκέψη 25). Τούτο συμβαίνει ιδίως στην περίπτωση αγωγής που βασίζεται στις ρήτρες μιας σύμβασης ή στους κανόνες δικαίου οι οποίοι έχουν εφαρμογή λόγω της σύμβασης αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 53, και της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda, C‑249/16, EU:C:2017:472, σκέψεις 30 έως 33). 33      Αντιθέτως, όταν ο ενάγων επικαλείται, με το δικόγραφό του, τους κανόνες περί αδικοπρακτικής ή οιονεί αδικοπρακτικής ευθύνης, δηλαδή προβάλλει παράβαση υποχρέωσης εκ του νόμου, και δεν παρίσταται απολύτως αναγκαία η εξέταση του περιεχομένου της σύμβασης την οποία αυτός έχει συνάψει με τον εναγόμενο, προκειμένου να κριθεί ο θεμιτός ή αθέμιτος χαρακτήρας της συμπεριφοράς που προσάπτεται στον τελευταίο, δεδομένου ότι η εν λόγω υποχρέωση επιβάλλεται στον εναγόμενο ανεξαρτήτως της σύμβασης, τότε η αιτία της αγωγής αφορά ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012. 34      Εν προκειμένω, η Wikingerhof προβάλλει, με το δικόγραφο της αγωγής της, παραβίαση του γερμανικού δικαίου του ανταγωνισμού, το οποίο προβλέπει γενική απαγόρευση κάθε κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε συμβατικής ή άλλης οικειοθελούς δέσμευσης. Πιο συγκεκριμένα, η Wikingerhof θεωρεί ότι λόγω της θέσης ισχύος της Booking.com στην οικεία αγορά, δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνάψει την επίμαχη σύμβαση και να υποστεί τις συνέπειες των μεταγενέστερων τροποποιήσεων των γενικών όρων, παρότι ορισμένες πρακτικές της Booking.com είναι αθέμιτες. 35      Κατά συνέπεια, στο επίκεντρο της υπόθεσης της κύριας δίκης βρίσκεται το ζήτημα αν η Booking.com προέβη σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά την έννοια του γερμανικού δικαίου του ανταγωνισμού. Όπως όμως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 122 και 123 των προτάσεών του, για να κριθεί υπό το πρίσμα αυτού του δικαίου ο θεμιτός ή αθέμιτος χαρακτήρας των πρακτικών που προσάπτονται στην Booking.com, δεν είναι απαραίτητη η ερμηνεία της σύμβασης μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία είναι ενδεχομένως αναγκαία μόνο για να διαπιστωθεί κατά πόσον στοιχειοθετείται εν προκειμένω η ύπαρξη των εν λόγω πρακτικών. 36      Πρέπει επομένως να γίνει δεκτό, υπό την επιφύλαξη σχετικού ελέγχου από το αιτούν δικαστήριο, ότι η αγωγή της Wikingerhof, εφόσον στηρίζεται στην εκ του νόμου υποχρέωση αποχής από κάθε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, αφορά ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012. 37      Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τους επιδιωκόμενους από τον κανονισμό σκοπούς της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, οι οποίοι μνημονεύονται στην αιτιολογική του σκέψη 16 και υπενθυμίστηκαν με τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, τα δικαστήρια του κράτους μέλους τα οποία έχουν διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012, ήτοι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, εκείνα του τόπου της αγοράς που επηρεάζεται από την προβαλλόμενη αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά, είναι τα πλέον κατάλληλα να αποφανθούν επί του κύριου ζητήματος της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού, ιδίως από πλευράς της ικανότητάς τους να συλλέξουν και να αξιολογήσουν τα κρίσιμα συναφώς αποδεικτικά στοιχεία (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 29ης Ιουλίου 2019, Tibor-Trans, C‑451/18, EU:C:2019:635, σκέψη 34, και της 9ης Ιουλίου 2020, Verein für Konsumenteninformation, C‑343/19, EU:C:2020:534, σκέψη 38). 38      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητεί να παύσουν ορισμένες ενέργειες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης της με την εναγομένη, προβάλλοντας ως βάση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού.  Επί των δικαστικών εξόδων 39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται. Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: Το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση αγωγής με την οποία η ενάγουσα ζητεί να παύσουν ορισμένες ενέργειες πραγματοποιούμενες στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης της με την εναγομένη, προβάλλοντας ως βάση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι η εναγομένη προβαίνει σε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, κατά παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού. Η αίτηση Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως ακολούθως: Υπόθεση C-59/19 Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως Ημερομηνία καταθέσεως: 29 Ιανουαρίου 2019 Αιτούν δικαστήριο: Bundesgerichtshof (Γερμανία) Ημερομηνία της διάταξης του αιτούντος δικαστηρίου: 11 Δεκεμβρίου 2018 Αναιρεσείουσα: Wikingerhof GmbH & Co. KG Αναιρεσίβλητη: Booking.com BV Το BUNDESGERICHTSHOF (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γερμανία) ΔΙΑΤΑΞΗ [παραλειπόμενα] Της 11ης Δεκεμβρίου 2018 Επί της ένδικης διαφοράς μεταξύ Wikingerhof GmbH & Co. KG, [παραλειπόμενα] Kropp, ενάγουσας και αναιρεσείουσας, [παραλειπόμενα] Κατά Booking.com BV, [παραλειπόμενα] Amsterdam (Κάτω Χώρες), EL ΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΗΣ 11.12.2018 – ΥΠΟΘΕΣΗ C-59/19 Εναγόμενης και αναιρεσίβλητης [παραλειπόμενα] [σελ. του πρωτοτύπου 2] Το Τμήμα Ανταγωνισμού του Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γερμανία) εξέδωσε την 11η Δεκεμβρίου 2018 [παραλειπόμενα] Την ακόλουθη διάταξη: I. Η ένδικη διαδικασία αναστέλλεται. II. Υποβάλλεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το ακόλουθο ερώτημα προς ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης: Πρέπει το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20ής Δεκεμβρίου 2012), να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δωσιδικία του τόπου της αδικοπραξίας εφαρμόζεται σε αγωγή με την οποία ζητείται η παράλειψη συγκεκριμένων πρακτικών, όταν προκύπτει ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά καλύπτεται μεν από συμβατικές ρυθμίσεις, ο ενάγων ωστόσο ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν απόρροια κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης του εναγομένου; [σελ. του πρωτοτύπου 3] Σκεπτικό: 1 Α. Η αναιρεσείουσα διατηρεί ξενοδοχειακή επιχείρηση στο ομόσπονδο κράτος Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Η αναιρεσίβλητη, που έχει την έδρα της στις Κάτω Χώρες, εκμεταλλεύεται εμπορικά μια ηλεκτρονική πλατφόρμα ξενοδοχειακών κρατήσεων. 2 Τον Μάρτιο του 2009 η αναιρεσείουσα υπέγραψε ένα έντυπο σύμβασης που της υπέβαλε η αναιρεσίβλητη, όπου, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι: «Γενικοί Όροι Συναλλαγών Η ξενοδοχειακή επιχείρηση δηλώνει ότι έχει λάβει από την Booking.com αντίτυπο της έκδοσης 0208 των γενικών όρων συναλλαγών […]. Αυτοί είναι διαθέσιμοι σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα της Booking.com […]. Η ξενοδοχειακή επιχείρηση βεβαιώνει ότι έχει διαβάσει και κατανοήσει τους όρους και συμφωνεί με αυτούς. Οι όροι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας σύμβασης […]» 3 Οι γενικοί όροι συναλλαγών προβλέπουν μεταξύ άλλων ότι η αναιρεσίβλητη διαθέτει στην ξενοδοχειακή επιχείρηση έναν εξωτερικό δικτυακό τόπο, αποκαλούμενο «Extranet», στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα να επικαιροποιούνται οι πληροφορίες σχετικά με το ξενοδοχείο και να διατίθενται στοιχεία για τις κρατήσεις. Επιπλέον περιλαμβάνουν μια ρύθμιση κατά την οποία, για όλες τις διαφορές που απορρέουν από την σύμβαση, με εξαίρεση εκείνες που αφορούν τις καταβολές και τις χρεώσεις, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Άμστερνταμ. 4 Η αναιρεσίβλητη στην συνέχεια τροποποίησε κατ’ επανάληψη τους γενικούς όρους συναλλαγών της, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι μέσω του εξωτερικού δικτυακού τόπου (Extranet). Η αναιρεσείουσα εναντιώθηκε γραπτώς στην ενσωμάτωση μιας έκδοσης των γενικών όρων συναλλαγών την οποία η αναιρεσίβλητη είχε γνωστοποιήσει στους αντισυμβαλλομένους της με μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της 25ης Ιουνίου 2015. 5 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι μικρότερες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, όπως η ίδια, είναι υποχρεωμένες να συνάψουν σύμβαση με την αναιρεσίβλητη λόγω της ισχυρής θέσης της τελευταίας στην αγορά της παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης προς ξενοδοχεία μέσω ιστοσελίδων ξενοδοχειακών κρατήσεων. [σελ. του πρωτοτύπου 4] Θεωρεί συγκεκριμένες πρακτικές της αναιρεσίβλητης σε σχέση με τη διαμεσολάβηση σε ξενοδοχειακές κρατήσεις ως δυσανάλογα περιοριστικές και συνεπώς αντίθετες προς τις διατάξεις του δικαίου του ανταγωνισμού. 6 Η αναιρεσείουσα ζήτησε να υποχρεωθεί δικαστικώς η αναιρεσίβλητη, υπό την απειλή επιβολής συγκεκριμένων νόμιμων μέτρων τάξης, στο εξής να παραλείπει τα ακόλουθα: – να χαρακτηρίζει στην ηλεκτρονική της πλατφόρμα ξενοδοχειακών κρατήσεων, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση της αναιρεσείουσας, την παρεχόμενη από την αναιρεσείουσα τιμή ως προνομιακή ή εκπτωτική· – να μην κοινοποιεί ολικώς ή μερικώς στην αναιρεσείουσα τα στοιχεία επικοινωνίας που έχουν δοθεί στην ηλεκτρονική πλατφόρμα κρατήσεων από τους αντισυμβαλλομένους της αναιρεσείουσας, και να την υποχρεώνει να επικοινωνεί με τους αντισυμβαλλόμενους που προέκυψαν κατόπιν διαμεσολάβησης μόνο με τους τρόπους επαφής που διαθέτει η ίδια η αναιρεσίβλητη· – να συναρτά την κατάταξη του ξενοδοχείου στις αναζητήσεις του διαδικτύου από την παροχή προμήθειας που ξεπερνά το 15%. 7 Η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, εφόσον η συμπεριφορά αυτή καλύπτεται από τους γενικούς όρους συναλλαγών που τέθηκαν από την αναιρεσίβλητη, η ίδια δήλωσε συμβατικά ότι συναινεί με αυτούς μόνο λόγω της δεσπόζουσας θέσης της αναιρεσίβλητης. 8 Η αναιρεσίβλητη προέβαλε μεταξύ άλλων ένσταση έλλειψης κατά τόπον αρμοδιότητας και διεθνούς δικαιοδοσίας του επιληφθέντος πρωτοδικείου του Κιέλου. Το πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης κατά τόπον αρμοδιότητας και διεθνούς δικαιοδοσίας. Η έφεση της αναιρεσείουσας δεν ευδοκίμησε. Η αναιρεσείουσα προσβάλλει τα παραπάνω με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως που κρίθηκε παραδεκτή από το Τμήμα. [σελ. του πρωτοτύπου 5] 9 Β. Η ευδοκίμηση της αίτησης αναιρέσεως εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20ής Δεκεμβρίου 2012). Για τον λόγο αυτό πρέπει να ανασταλεί η ένδικη διαδικασία πριν την έκδοση απόφασης επί του ενδίκου μέσου και να ζητηθεί η έκδοση προδικαστικής απόφασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κατά το άρθρο 267, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, και τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. 10 Ι. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προς αιτιολόγηση της αποφάσεώς του, κατέληξε κυρίως στα εξής: 11 Επί της ασκηθείσας αγωγής δεν συντρέχει κατά τόπον αρμοδιότητα και διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Επίσης δεν συντρέχει ούτε η δωσιδικία του τόπου εκπλήρωσης της παροχής (άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/12), αλλά ούτε και η δωσιδικία του τόπου της αδικοπραξίας (άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12). 12 Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλεται η στενή ερμηνεία του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12. Η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο τις αγωγές με τις οποίες καταλογίζεται στον εναγόμενο ευθύνη αποζημίωσης και οι οποίες δεν συνδέονται με σύμβαση ή διαφορές εκ συμβάσεως. Για αυτό δεν αρκεί να υφίσταται γενικά μια συμβατική σχέση μεταξύ των μερών. Υπάρχει όμως σύνδεσμος με τη σύμβαση όταν η καταγγελλόμενη συμπεριφορά δύναται να εκληφθεί ως παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως οι τελευταίες καθορίζονται με βάση το περιεχόμενο της σύμβασης. Αυτό κυρίως συμβαίνει όταν καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία της σύμβασης, προκειμένου να διαγνωστεί αν η καταγγελλόμενη συμπεριφορά είναι νόμιμη ή παράνομη. Επομένως, κατά το σκεπτικό της εφετειακής απόφασης, οι προβαλλόμενες με την αγωγή αξιώσεις δεν συνιστούν ενοχές εξ αδικοπραξίας [σελ. του πρωτοτύπου 6] υπό την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12. Κατά το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την αγωγή επιδιώκεται η τροποποίηση του περιεχομένου της σύμβασης και η αλλαγή της συμβατικής συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης. Οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων απορρέουν από τις συμβατικώς ρυθμισμένες σχέσεις τους. Συνεπώς, κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αντικείμενο της ένδικης διαφοράς δεν είναι απλώς κάποια εντελώς αντισυμβατική και αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών πρέπει να καθορίζονται με βάση τη σύμβαση. Τα ζητήματα που έχουν τεθεί με το αίτημα της αγωγής της αναιρεσείουσας περί παράλειψης ενεργειών από μέρους της αναιρεσίβλητης δεν θα μπορούσαν να προκύψουν χωρίς προηγούμενη σύναψη σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Το ίδιο ισχύει επίσης και για τη WIKINGERHOF δικαστική εκτίμηση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού, αφού αντικείμενο της ένδικης διαφοράς δεν είναι οι αξιώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, αλλά η ίδια η σύμβαση, διότι το ζητούμενο είναι αν αυτή ισχύει στο σύνολό της ή μόνο εν μέρει. 13 ΙΙ. Η αίτηση αναιρέσεως θα ευδοκιμήσει εφόσον το επιληφθέν πρωτοδικείο του Κιέλου είναι κατά τόπον αρμόδιο και διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία. Αυτό εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι το δικαστήριο εκείνο δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12. 14 1. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο άφησε αναπάντητο το ερώτημα αν η διεθνής δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν υφίσταται απλώς και μόνο επειδή οι διάδικοι κατήρτισαν μια ισχυρή συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας. Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα όμως πρέπει να είναι αρνητική. 15 Η ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, των οποίων έκανε χρήση η αναιρεσίβλητη. Επ’ αυτού το πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 25, παράγραφος 1, εδάφιο 3, στοιχείο α΄, και παράγραφος 2, του κανονισμού 1215/12, διότι ελλείπει η διαβίβαση των γενικών όρων συναλλαγών διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Αυτή η κρίση δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. [σελ. του πρωτοτύπου 7] 16 Το παρόν Τμήμα δεν συμμερίζεται τη θέση του πρωτοδικείου ότι καταρτίστηκε συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας υπό την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, εδάφιο 3, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1215/12, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις. Ως προς αυτό δεν ανακύπτουν ερωτήματα προς διευκρίνιση με βάση το δίκαιο της Ένωσης. Η συναλλακτική πρακτική μπορεί από μόνη της να υποκαταστήσει τον κατά τις λοιπές περιπτώσεις απαιτούμενο έγγραφο τύπο, όχι όμως και την συμφωνία των αντισυμβαλλομένων μερών [παραλειπόμενα]. Το πρωτοδικείο, όσον αφορά αυτό το θέμα, έχει απλώς αναγνωρίσει ότι μετά την σύναψη της σύμβασης επήλθαν επανειλημμένες τροποποιήσεις των γενικών όρων συναλλαγών. Δεν εξακριβώθηκε ωστόσο ότι οι τροποποιήσεις αυτές αναρτήθηκαν στον εξωτερικό δικτυακό τόπο (Extranet) και πώς αντέδρασε επ’ αυτού η αναιρεσείουσα, ιδίως αν δήλωσε ότι είναι σύμφωνη με αυτόν τον τρόπο ενημέρωσης. Ως προς το τελευταίο θέμα όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επέμεινε στην άποψη ότι η ένδικη διαφορά μεταξύ των αντιδίκων έγκειται στο αν τελικά η αναιρεσείουσα λάμβανε κάθε φορά γνώση των τροποποιήσεων των ΓΟΣ. 17 2. Με την αίτηση αναιρέσεως δεν προσβάλλεται η κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ότι η δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δεν προκύπτει από το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1215/12. Η εν λόγω κρίση επίσης δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. 18 3. Με την αίτηση αναιρέσεως προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έσφαλε με την κρίση του ότι δεν συντρέχει δικαιοδοσία του τόπου της αδικοπραξίας σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι ένα συμβατικό δικαίωμα μπορεί να προβληθεί μόνο όταν το αίτημα της αγωγής στηρίζεται τουλάχιστον και σε μια οικειοθελώς αναληφθείσα υποχρέωση. Κάτι τέτοιο όμως θεωρεί ότι δεν προέκυψε κατά την κύρια δίκη. Κατόπιν των ανωτέρω ανακύπτει το διατυπωμένο στο διατακτικό της παρούσας ερώτημα, προς επίλυση με βάση το δίκαιο της Ένωσης. [σελ. του πρωτοτύπου 8] 19 α) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διεθνής δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12, δεν εξαρτάται μόνο από το αν η σχετική αγωγή είναι αδικοπρακτικής φύσης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους. Ακόμη και σε μια αγωγή αυτού του είδους δεν συντρέχει διεθνής δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12, όταν η εν λόγω αγωγή δεν στηρίζεται σε διαφορές εκ συμβάσεως υπό την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1215/12. Ο δε ορισμός της σύμβασης αναφέρεται στις υποχρεώσεις που αυτοβούλως αναλαμβάνονται έναντι άλλων αντισυμβαλλόμενων προσώπων (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi, C-334/00, ECLI:EU:C:2002:499, σκέψη 23, και της 20ής Ιανουαρίου 2005, Engler, C-27/02, ECLI:EU:C:2005:33, σκέψεις 50 επ.). 20 Οι έννοιες «διαφορές εκ συμβάσεως» σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1215/12 και «ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας» σύμφωνα με το άρθρο 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12, πρέπει να ερμηνεύονται αυτοτελώς και κυρίως με βάση το γενικό πλαίσιο και τις κατευθυντήριες γραμμές που θέτει ο εν λόγω κανονισμός, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή τους σε όλα τα κράτη μέλη (αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Καλφέλης, 189/87, ECLI:EU:C:1988:459, σκέψεις 15επ., και της 18ης Ιουλίου 2013, C-147/12, ÖFAB, ECLI:EU:C:2013:490, σκέψη 27). Ως εκ τούτου, πρέπει, κατά την εκτίμηση μιας αγωγής αστικού δικαίου με την οποία ζητείται αποζημίωση, να ελέγχεται αν οι προβληθείσες αξιώσεις, ανεξάρτητα από την αξιολόγησή τους κατά το εθνικό δίκαιο, είναι συμβατικής φύσης (αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter, C-548/12, ECLI:EU:C:2014:148, σκέψη 21· της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie, C-47/14, ECLI:EU:C:2015:574, σκέψεις 70 επ., και της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo, C-196/15, ECLI:EU:C:2016:559, σκέψεις 20 επ.). Το ίδιο ισχύει και για τις προληπτικές αγωγές παράλειψης (αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2002, Henkel, C-167/00, ECLI:EU:C:2002:555, και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Danmarks Rederiforening/LO Landsorganisationen i Sverige, C-18/02, ECLI:EU:C:2004:74, σκέψη 27). [σελ. του πρωτοτύπου 9] 21 Η φύση των προβληθεισών αξιώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατική για τον λόγο και μόνον ότι το ένα συμβαλλόμενο μέρος ασκεί αγωγή αστικής ευθύνης κατά του άλλου. Αυτό ισχύει ακόμη και όταν μια αγωγή αυτού του είδους είναι αδικοπρακτικής φύσης κατά το εθνικό δίκαιο, αλλά αναφέρεται σε διαφορές εκ συμβάσεως υπό την έννοια του άρθρου 7, σημείο 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1215/12, όταν η καταγγελλόμενη συμπεριφορά δύναται να εκληφθεί ως παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, όπως αυτές μπορούν να καθοριστούν βάσει του περιεχομένου της σύμβασης. Αυτό συμβαίνει δε κυρίως κάθε φορά που καθίσταται αναγκαία η ερμηνεία της σύμβασης, προκειμένου να διαγνωστεί αν η συμπεριφορά που καταλογίζει ο ενάγων στον εναγόμενο είναι νόμιμη ή παράνομη (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Brogsitter, C-548/12, ECLI:EU:C:2014:148, σκέψεις 23 επ.). 22 β) Αντικείμενο της διαφοράς στην κύρια δίκη είναι αν η αναιρεσίβλητη κατέχει δεσπόζουσα θέση σε σχέση με την αναιρεσείουσα και αν προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής κατά παράβαση των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Υποστηρίζει λοιπόν η αναιρεσείουσα ότι, κατά το μέτρο που η αναιρεσίβλητη χαρακτηρίζει τις τιμές της αναιρεσείουσας ως προνομιακές ή εκπτωτικές, οι εν λόγω ενέργειές της στερούνται συμβατικής βάσης. Αναφορικά δε με τις άλλες δύο πρακτικές, η παράλειψη των οποίων ζητείται με την αγωγή, η αναιρεσείουσα τονίζει ότι μπορεί μεν αυτές να καλύπτονται από τους γενικούς όρους συναλλαγών, ωστόσο η ίδια εξωθήθηκε στη σύναψη της σύμβασης υπό τους ανωτέρω συναλλακτικούς όρους μόνο διότι, δεδομένης της δεσπόζουσας θέσης της αναιρεσείουσας, δεν της απέμενε καμία άλλη επιλογή. 23 γ) Κατ’ αρχάς δεν αμφισβητείται ότι ενοχές εξ αδικοπραξίας υπό την έννοια του άρθρου 7, σημείο 2, του κανονισμού 1215/12 προβάλλονται όταν αντικείμενο της αγωγής είναι αξιώσεις αποζημίωσης ή αξιώσεις παράλειψης, οι οποίες στηρίζονται στο ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά πρέπει να λογίζεται ως καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης υπό [σελ. του πρωτοτύπου 10] την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ή αντίστοιχης ρύθμισης του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού (απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, Lithuanian Airlines, C-27/17, ECLI:EU:C:2018:533, σκέψεις 51 επ.). Τέτοιου είδους καταχρηστική συμπεριφορά μπορεί κυρίως να έγκειται στο ότι μια δεσπόζουσα επιχείρηση εξαρτά τη σύναψη συμβάσεων από την επιβολή μη δικαίων όρων συναλλαγής ως βάση της σύμβασης (άρθρο 102, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο α΄, ΣΛΕΕ [παραλειπόμενα]). Σε αντίθεση με το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το παρόν Τμήμα έχει την άποψη ότι δεν αρμόζει άλλη κρίση ακόμη και στην περίπτωση που ο ενάγων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής του, έχει ήδη συνάψει συμβατικές σχέσεις με την – κατά τον ισχυρισμό του– δεσπόζουσα επιχείρηση, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται μεν ότι η καταγγελλόμενη συμπεριφορά καλύπτεται από τις συμβατικές διατάξεις, πλην όμως ο ενάγων να προσβάλλει τις διατάξεις αυτές ως μη δίκαιες και να διατείνεται ότι προσχώρησε σε αυτές όχι αυτοβούλως, αλλά λόγω της δεσπόζουσας θέσης του εναγομένου. Τούτο διότι στις νομικές διαφορές, ακόμη και μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, μεγαλύτερη βαρύτητα δεν αποδίδεται στην ερμηνεία της σύμβασης, αλλά στο αν η απαίτηση ορισμένων συμβατικών όρων, ή ακόμη και η απλή επίκληση αυτών, από μια –καθ’ υπόθεση– δεσπόζουσα επιχείρηση πρέπει να θεωρείται καταχρηστική και κατά συνέπεια αντίκειται στις διατάξεις του δικαίου ανταγωνισμού. [σελ. του πρωτοτύπου 10]

Πηγή: money-tourism.gr